φιλανθρώπευμα

φιλανθρώπευμα
-εύματος, τὸ, ΜΑ [φιλανθρωπεύομαι]
φιλανθρωπινή πράξη, φιλανθρωπία («σεισάχθειαν ὀνομάσαι τὸ φιλανθρώπευμα τοῡτο», Πλούτ.)
αρχ.
πράξη φιλοφροσύνης και αβρότητας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φιλανθρώπευμα — humane act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωπευμάτων — φιλανθρώπευμα humane act neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωπεύμασι — φιλανθρώπευμα humane act neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωπεύμασιν — φιλανθρώπευμα humane act neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωπεύματα — φιλανθρώπευμα humane act neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλανθρωπεύματος — φιλανθρώπευμα humane act neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”